Οι Ζωές Που Δεν Έζησα

2020-05-07

Έχω την εντύπωση πως πλέον δεν θα περνάει μήνας που δεν θα ακούμε για κάποια τρομοκρατική επίθεση, για εκρήξεις με εκατοντάδες νεκρούς σε εμπόλεμες περιοχές, για καταστροφές μνημείων και γενικά για θηριωδίες. Ρωτάω τον εαυτό μου σε άκυρες στιγμές, για πόσο ακόμα θα συμβαίνουν αυτά; Για πόσο ακόμα θα πεθαίνουν παιδιά; Και όσο προσπαθώ να αντιληφθώ αυτά που περνάνε τα παιδιά τόσο περισσότερο απελπίζομαι. Επέλεξα λοιπόν αντί να κάνω μόνος μου τέτοιες σκέψεις, να μιλήσω με ένα πραγματικό παιδί, ένα προσφυγάκι από τη Συρία. Πήγα λοιπόν σε ένα Hot Spot, έπαιξα μπάλα με τα πιτσιρίκια και όταν βγήκα αλλαγή έτοιμος να λιποθυμήσω ήρθε ένα κοριτσάκι δίπλα μου, περίπου δέκα χρονών, και ζήτησε να δει τι κάνω με το κινητό μου. Με χαρά της αποκρίθηκα θετικά και ξεκίνησα να της κάνω τυπικές ερωτήσεις του στυλ πώς σε λένε, τι σου αρέσει να παίζεις και τέτοια. Με ένα υπέροχο χαμόγελο μου απαντούσε σε όλα. Αφού αποκτήσαμε μια σχετική οικειότητα, πήρα το θάρρος να την ρωτήσω για το ταξίδι της στην Ελλάδα και γενικά για την ιστορία της πίσω στη πατρίδα. Τότε το πρόσωπό της σκοτείνιασε, έμεινε σιωπηλή για λίγα δεύτερα και μου είπε «Θα σου πω τα πάντα, αλλά καλύτερα να ξεκινήσω από την αρχή.».
Έγνεψα καταφατικά και ξεκίνησε την ιστορία της. 

https://www.youtube.com/watch?v=nVTEqG9enEY

«Γεννήθηκα το 1183 στην Άκρα στην Ιερουσαλήμ. Είχα τρία αδέρφια και γενικά ζούσαμε καλά. Ο μπαμπάς μου ήταν έμπορος και η μάνα μου καθόταν στο σπίτι να μας φροντίζει. Στα λέω περιγραφικά πολύ γιατί δεν θυμάμαι καλά. Η ζωή μας ήταν ήρεμη, ήξερα βέβαια ότι κάποιοι από τη Δύση θέλουν να έρθουν να μείνουν στην πόλη μας, έτσι τουλάχιστον μου το είχε παρουσιάσει ο πατέρας μου, αλλά δεν έδινα σημασία. Είχα το νου μου στο να παίζω, μέχρι που μια μέρα μαζεύτηκαν χιλιάδες στρατιώτες έξω από την πόλη και ξαφνικά άρχισαν να μπαίνουν στα σπίτια. Εγώ άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν και φοβόμουν. Μια μέρα μπήκαν στο σπίτι μας τρεις άντρες με σπαθιά και ασπίδες με έναν κόκκινο σταυρό πάνω, βίασαν τη μάνα μου και την μεγάλη μου αδερφή, σφάξαν τον αδερφό μου, τέλος ήρθαν μπροστά μου και μετά δεν θυμάμαι τίποτα.

Μετά θυμάμαι γεννήθηκα το 1510 πολύ μακριά από την Ιερουσαλήμ. Σε ένα μέρος που το ονόμασαν αργότερα Αμερική. Ζούσαμε σε ένα μικρό χωριό πολύ ειρηνικά. Κυνηγούσα με τον πατέρα μου κάθε μέρα και το βράδυ όλο το χωριό χορεύαμε γύρω από μια μεγάλη φωτιά. Τέλος πάντων μια μέρα, μεσημέρι πρέπει να ήταν, εμφανίστηκαν λευκοί άνθρωποι και άρχιζαν να σκοτώνουν. Είχα κρυφτεί στην καλύβα μας και κάποιος της έβαλε φωτιά. Δεν θα ξεχάσω τον πόνο και το δέρμα μου που έλιωνε. Δε κατάλαβα ποτέ γιατί μας το έκαναν αυτό.

https://youtu.be/cX7hghHyqZA

Περάσαν πολλά χρόνια για να ξαναγεννηθώ, αυτή τη φορά στην Ευρώπη, στο Βέλγιο κάπου στο 1930. Τώρα είχα διαβάσει και για τις σταυροφορίες και για τον Κολόμβο και για τους Αρμένιους στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ήξερα ρε παιδί μου ποιοι με είχαν σκοτώσει. Και αφελής σκεφτόμουν ότι δεν πρόκειται να ξαναγίνει κάτι παρόμοιο. Δεν μπορούσα να φανταστώ βλέπεις πως η εβραϊκή μου καταγωγή θα εκνεύριζε τόσο τον Χίτλερ και όλους αυτούς με τους παράξενους σταυρούς στα μπράτσα. Φύγαμε μακριά από το σπίτι για να κρυφτούμε. Τρέχαμε για μερικούς μήνες ώσπου μας βρήκαν σε ένα παλιό εργοστάσιο. Πυροβόλησαν τον πατέρα αμέσως και μας χώρισαν με την μάνα μου. Με πήγαν σε ένα στρατόπεδο με πολλά παιδιά ακόμα και μεγάλους. Ήμασταν νηστικοί για μέρες. Εγώ αρρώστησα. Καιγόταν όλο μου το κορμί από τον πυρετό. Δεν άντεχα άλλο, αλήθεια. Ένα βράδυ πήρα ένα κομμάτι γυαλί, το κάρφωσα στον λαιμό μου και αυτό ήταν.

Χιροσίμα 1945. Η πιο μικρή μου ιστορία. Μια μέρα έπαιζα στον δρόμο, άκουσα ένα μεγάλο μπαμ, γύρισα να δω τι έγινε, τέλος. Δεν είναι αστείο πώς μια βόμβα με όνομα «Little Boy» έκανε τόσο πολύ κακό;

Και πάμε στο σήμερα. Βρέθηκα να γεννιέμαι στη Συρία το 2006. Δύσκολη ζωή, με πολύ φτώχεια αλλά τα καταφέρναμε. Και πάλι πόλεμος. Πριν πέντε μήνες έχασα την μάνα μου, ευτυχώς ζει ο μπαμπάς και η αδερφή μου. Μια μέρα καταστράφηκε το σπίτι μας. Αποφάσισε ο πατέρας να φύγουμε, μάζεψε ότι λεφτά είχε κρυμμένα και πήγαμε στη Τουρκία. Ένα βράδυ μπήκαμε σε μια βάρκα μαζί με άλλους τριάντα ανθρώπους και ξεκινήσαμε για την Ελλάδα. Φτάσαμε στην Λέσβο παγωμένοι από το νερό και διψασμένοι. Μας φρόντισαν την επόμενη μέρα. Μετά από καιρό κοιμήθηκα ασφαλής. Δεν πεινούσα. Μπόρεσα να χαμογελάσω και να παίξω. Είστε πολύ καλοί εδώ, όχι όλοι αλλά οι πιο πολλοί. Σας ευχαριστώ. Μακάρι πάντως να μην ξαναγεννηθώ.»

Τότε το κοριτσάκι σηκώθηκε και πριν φύγει τη ρώτησα το όνομά της. Με ένα βλέμμα απορίας, θλίψης και με ένα χαμόγελο κάπως συνωμοτικό μου απάντησε. «Με λένε Αλίνα, Μπαχίρα, Τόμι, Γιάννη, Σεμέν, Τζαμάλ, Έλεν, Μόνικα...»

Σαστισμένος και χωρίς δεύτερη σκέψη έφυγα. Μπήκα στο αμάξι και απλά οδηγούσα, με το μυαλό μου και την ψυχή μου άδεια. Στο μεταξύ στα ηχεία έπαιζε το πιο κατάλληλο κομμάτι, το Evil από The Flaming Lips.

https://youtu.be/H8kmofosgJk

by Stefanos Vacharis  

© 2020 Χαμένα Όνειρα - Χαμένες Ψυχές. Αθήνα
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε